Ο ύμνος της αγάπης
« 1 Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων
λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον.
2
καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πᾶσαν τήν γνῶσιν, καί ἐάν
ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμι. 3 καί ἐάν
ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμα μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην
δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι.
4 Ἡ ἀγάπη
μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται,
5
οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπί
τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ· 7 πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει,
πάντα ὑπομένει » ( Α΄ Κορ. 13,1-7 ).
1 Αν μπορώ να λαλώ όλες τις
γλώσσες των ανθρώπων, ακόμα και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη για τους
άλλους, οι λόγοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου
αλαλαγμός. 2 Κι αν έχω της προφητείας το χάρισμα κι όλα κατέχω τα μυστήρια κι
όλη τη γνώση, κι αν
έχω ακόμα όλη την πίστη έτσι που να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι
ένα τίποτα. 3 Κι αν ακόμα μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα
υπάρχοντα, κι αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω
αγάπη, σε τίποτα δε μ’ ωφελεί.
4 Εκείνος που αγαπάει έχει
μακροθυμία, έχει και καλοσύνη· εκείνος που αγαπάει δε ζηλοφθονεί· εκείνος που
αγαπάει δεν κομπάζει ούτε περηφανεύεται, 5 είναι
ευπρεπής, δεν είναι εγωιστής ούτε ευερέθιστος· ξεχνάει το κακό που του έχουν
κάνει, 6 δε χαίρεται για το στραβό που
γίνεται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό. 7 Εκείνος που αγαπάει, όλα τα ανέχεται· σε όλα
εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.
Όταν οι άνθρωποι δεν αγαπούν, ξαναζεί η ανθρωπότητα το δράμα του
πύργου της Βαβέλ ( Γέν. 11,1-9 ), εκεί που οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα
αλλά οι καρδιές τους ήταν τόσο μακριά. Η αδιαφορία για τον άλλο αποξενώνει τους
ανθρώπους και τους κάνει εγωκεντρικά άτομα. Ακόμα και τα δώρα του Θεού,
χωρίς την αγάπη, γίνονται θνητές
πραγματικότητες αυτού του κόσμου. Κι αν εφαρμόσει κάποιος το Νόμο του Θεού
κοιτάζοντας τους τύπους ή οδηγηθεί στο θάνατο μαρτυρικά, χωρίς το δήμιό του να
συμπονά, μάλλον την έχασε την ευκαιρία να συναντήσει τον πρωτομάρτυρα, τον
Στέφανο. Εκείνος που αγαπάει, κάνει υπομονή στα δύσκολα που ο διπλανός του
στήνει και δεν του ρίχνει αδιάκριτα αλάτι στις πληγές, γιατί η αγκάλη η ζεστή,
στα δύσκολα πρωτίστως, δεν έχει αγκάθια και φωνές ή σκέψεις μουλλωχτές. Ο
εκλεκτός που εμπιστεύεται απλόχερα όλους τους συναμαρτωλούς, όλα τα βλέπει αισιόδοξα
στο σχέδιο του Θεού, που χάρη δίνει στους πιστούς κι ανέχεται τους άλλους, τους
«ιδιώτες», που κοιτούν να χτίσουνε στην άμμο. Αν ήταν η αγάπη ανταλλαγή και
μέσα είχε συμφέρον, γιατί να λέει η Γραφή πως «ο Θεός είν’ αγάπη»; ( Α΄ Ιωάν.
4,8 ).
Βιβλιογραφία
1. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΥΠΟ
ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ Ἔκδοσις πεντηκοστή δευτέρα ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ « Ο ΣΩΤΗΡ »
ΑΘΗΝΑΙ 2007
2. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Το πρωτότυπο
κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, ΑΘΗΝΑ 1989
ένας ύμνος στην πραγματική αγάπη, την οποία επιμελώς προσπερνούμε, εμείς οι ἐπαΐοντες ...
ΑπάντησηΔιαγραφή